καταπορεύομαι

καταπορεύομαι
καταπορεύομαι,
A come back from banishment, Plb.4.17.8, OGI90.19 (Rosetta, ii B. C.).
2 return home, LXX 2 Ma.11.30, 3 Ma.4.11.
3 κ. εἰς τάξιν, = Lat. regredi in ordinem, IG7.2225.42 ([place name] Thisbe).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπορεύομαι — (Α) 1. επανέρχομαι από την εξορία 2. επιστρέφω στην πατρίδα 3. φρ. «καταπορεύομαι εἰς τάξιν» επανέρχομαι στην τάξη …   Dictionary of Greek

  • καταπορεύομαι — come back pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπορευομένων — καταπορεύομαι come back pres part mp fem gen pl καταπορεύομαι come back pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπορευθῆναι — καταπορεύομαι come back aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπορευθέντων — καταπορεύομαι come back aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπορευομένοις — καταπορεύομαι come back pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπορεύεσθαι — καταπορεύομαι come back pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”